προμένεια

προμένεια
ἡ, Α
προσωνυμία προφήτιδας τής Δωδώνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -μένεια (< -μενής < μένος), πρβλ. ευ-μένεια, δυσ-μένεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Προμένεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμένειος — ον, Α φρ. «προμένειος σίδη» (κατά τον Ησύχ.) «προμένειοι ῥοιαί τίνες ὑπὸ Κρητῶν λέγονται». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < προμένεια «αυτή που προαισθάνεται, που προβλέπει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”